κοντοτιέρος

κοντοτιέρος
ο (Μ κοντοττιέρος)
1. αρχηγός ατάκτων ή μισθοφόρων στην Ιταλία κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση
2. μισθοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. condottiero].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κονδοτιέρος — (condothiero). Ο αρχηγός μισθοφορικών στρατευμάτων κατά τον Μεσαίωνα. Αργότερα επικράτησε αυτός ο χαρακτηρισμός γενικά για όλους τους μισθοφόρους και επιπλέον για τους πολεμιστές των άτακτων ομάδων, οι οποίες, στη διάρκεια της μάχης, βοηθούσαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”